- ειρηνοφόρος
- -α, -ο (Μ εἰρηνοφόρος, -ον)αυτός που φέρνει την ειρήνη, τη συμφιλίωση («ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες», Δ. Σολωμός).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειρηνοφόρος, -α — και όφορη, ο που φέρνει την ειρήνη: Ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόρες (Δ. Σολωμός). – Πνέε, ειρηνόφορη χαρά (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)